- επαρυστήρ
- ἐπαρυστήρ, ο και ἐπαρυστρίς, η (Α)μικρό αγγείο με το οποίο έχυναν λάδι στο λυχνάρι («ἐπαρυστρίδας καὶ πάντα τὰ ἀγγεῑα τοῡ ἐλαίου», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρυστήρ (παράλληλος τ. τού αρυτήρ) «μέτρο υγρών»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαρυστήρ — vessel for pouring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρυστῆρα — ἐπαρυστήρ vessel for pouring masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՅԱՐԴԱՐԻՉ — (րչի, չաց.) NBH 2 0346 Chronological Sequence: Early classical, 8c ա. Այն՝ որ յարդարէ (ըստ ամենայն նշ.). *Առաքեաց զԱնտիոքոս յարդարիչ իւրոյ պաղատանն հազարապետ. Խոր. ՟Գ. 5: *Նա աւանիկ նստի ընդ աջմէ հօր յարդարիչ պատերազմացնʼʼ. յն. հանդիսադիր. Ոսկ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)